- Καρυστίων
- Καρύστιοςfem gen plΚαρύστιοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ερμόλυκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Ευθοίνου, νικητής στον αγώνα παγκρατίου (5ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε στη μάχη της Μυκάλης το 479 π.Χ. και σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στην Κύρνα της Καρυστίας, στον πόλεμο μεταξύ Αθηναίων και Καρυστίων.… … Dictionary of Greek
Κάρυστος — I Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 4.960 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 128 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρύστου. Η Κ. χτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με βάση τα… … Dictionary of Greek